- προσψιθυριζω
- προσψιθυρίζωπροσ-ψῐθῠρίζω1) (о комаре) жужжать, напевать
(οὔασί τινός τι Anth.)
2) нашептывать Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οὔασί τινός τι Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσψιθυρίζω — Α ψιθυρίζω προς κάποιον … Dictionary of Greek
προσψιθυρίσαντα — προσψιθυρίζω whisper aor part act neut nom/voc/acc pl προσψιθυρίζω whisper aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσψιθύριζε — προσψιθυρίζω whisper pres imperat act 2nd sg προσψιθυρίζω whisper imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσψιθυρίσας — προσψιθυρίσᾱς , προσψιθυρίζω whisper aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)